- σωλήν
- ῆνος, ὁ, ΜΑβλ. σωλήνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωλήν — channel masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλην(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στη λ. σωλήν, ῆνος και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση με σωλήνα ή αναφέρεται στον σωλήνα (για τις σημ. τού τ. βλ. λ. σωλήνας). Το α συνθετικό σωληνο απαντά και σε αρκετούς… … Dictionary of Greek
σωλῆνα — σωλήν channel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνας — σωλήν channel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνε — σωλήν channel masc nom/voc/acc dual σωλῆνος channel masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνες — σωλήν channel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνι — σωλήν channel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνος — σωλήν channel masc gen sg σωλῆνος channel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆσι — σωλήν channel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆσιν — σωλήν channel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)